παθητά

παθητά
παθητός
one who has suffered
neut nom/voc/acc pl
παθητά̱ , παθητός
one who has suffered
fem nom/voc/acc dual
παθητά̱ , παθητός
one who has suffered
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παθητάς — παθητά̱ς , παθητός one who has suffered fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”